- πελιδνά
- πελιδνόςlividneut nom/voc/acc plπελιδνά̱ , πελιδνόςlividfem nom/voc/acc dualπελιδνά̱ , πελιδνόςlividfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελιδνάν — πελιδνά̱ν , πελιδνός livid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνάς — πελιδνά̱ς , πελιδνός livid fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
υποφθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποφθάλμια τα μέρη κάτω από τους οφθαλμούς, ιδίως τα οστά («τὰ ὑποφθάλμια πελιδνὰ καὶ πεφυσημένα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀφθαλμός + κατάλ. ιος… … Dictionary of Greek